χρυσόλιθος

χρυσόλιθος
5555 χρυσόλιθος
{сущ., 1}
хризолит или топаз (драгоценный камень золотистого цвета).
Ссылки: Откр. 21:20.*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χρυσόλιθος" в других словарях:

  • χρυσόλιθος — topaz masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσόλιθος — ο, ΝΑ νεοελλ. (ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό τού σιδήρου και τού μαγνησίου, που ανήκει στην ομάδα τού ολιβίνη αρχ. είδος πολύτιμου λίθου με χρυσές ανταύγειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + λίθος (πρβλ. χαλκό λιθος). Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας… …   Dictionary of Greek

  • χρυσολίθου — χρυσόλιθος topaz masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσολίθους — χρυσόλιθος topaz masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσολίθῳ — χρυσόλιθος topaz masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσόλιθοι — χρυσόλιθος topaz masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσόλιθον — χρυσόλιθος topaz masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CHRYSOLITHUS — Graece χρυσόλιθος, inter XII. gemmas, Novae Hierosolymae fundamenta, memoratur Apocalyps. c. 21. v 20. septimô locô: Ο῾πέμπτος σαρδόνυξ. ὁ ἕκτος, σάρδιος. ὁ ἓβδομος, χρυσόλιθος. Quintus sardonyx, sextus sardius, septimus, Chrysolithus. Inter XII …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ολιβίνης — Πυριτικό ορυκτό [(Mg,Fe)2SiO4] που κρυσταλλώνεται στη ρομβική ολοεδρία και αποτελείται από μια ισόμορφη παράμειξη φορστερίτη (Mg2SiO4) και φαϋαλίτη (Fe2SiO4). Έχει συνήθως χρώμα πράσινο (ελαιοπράσινο, φιαλοπράσινο, κιτρινοπράσινο ή, σπανιότερα… …   Dictionary of Greek

  • ψευδοχρυσόλιθος — ὁ, Α χρυσόλιθος που δεν είναι γνήσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + χρυσόλιθος] …   Dictionary of Greek

  • хрисолит — драгоценный камень, только др. русск. хрϋсолиϑъ, хрусолитъ (Изборн. Святосл. 1073 г. и др.; см. Срезн. III, 1408). Из греч. χρυσόλιθος – то же, в то время как совр. хризолит заимств. через нем. Chrysolith …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»